top of page

Διαθήκη. 

Η διαθήκη είναι δικαιοπραξία τυπική. Ο νόμος προβλέπει έγγραφο τύπο για τη σύνταξη της διαθήκης, ο οποίος είναι συστατικός, ενώ η μη τήρησή του καθώς και οι παραβάσεις σχετικά μ’ αυτόν έχουν ως συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα της διαθήκης. Σκοπός του τύπου της διαθήκης είναι η διασφάλιση καλύτερων προϋποθέσεων για ωριμότητα σκέψεως του διαθέτη, περισσότερων εγγυήσεων για τη μυστικότητα της διαθήκης και ευχερέστερης απόδειξης ότι ένα έγγραφο είναι πραγματικά διαθήκη. Βέβαια ο συστατικός τύπος συνεπάγεται σαφή μειονεκτήματα και δη τη δυσχέρανση συντάξεων διαθηκών και τον κίνδυνο η βούληση του διαθέτη να κηρυχθεί άκυρη, επειδή δεν τηρήθηκαν ορισμένες διατυπώσεις, πολλές φορές από άγνοια του διαθέτη.

Τα είδη των διαθηκών είναι ισότιμα και οι διαθήκες διακρίνονται ανάλογα με τον τύπο σε δύο βασικές κατηγορίες:  τις κοινές (ιδιόγραφες, δημόσιες και μυστικές) στις οποίες αναφέρεται το κοινό δίκαιο των διαθηκών και έκτακτες («σε πλοίο», «σε εκστρατεία» και σε αποκλεισμό») που δικαιολογούνται από έκτακτες περιστάσεις. 

 

Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν έχει πολλές διατυπώσεις, εξασφαλίζει μυστικότητα, είναι αδάπανη και μπορεί να γίνει οπουδήποτε και οποτεδήποτε, συγχρόνως όμως μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα για τη γνησιότητά της, να χαθεί ή αλλοιωθεί, να παρουσιάζει προβλήματα κύρους από άγνοια των διατυπώσεων ή ερμηνείας λόγω ασαφειών στη διατύπωση και επιπλέον με την ιδιόγραφη διαθήκη δεν διασφαλίζεται το ανεπηρέαστο της βουλήσεως του διαθέτη. 

 

Η δημόσια διαθήκη έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη, προσφέρει τη δυνατότητα καλύτερης διατυπώσεως των επιθυμιών του διαθέτη και περιορίζει τους κινδύνους απώλειας, καταστροφής κλπ, αφού το πρωτότυπο της δημόσιας διαθήκης παραμένει στο συμβολαιογράφο. Ως μειονεκτήματα της δημόσιας διαθήκης αναφέρονται: ο κίνδυνος ακυροτήτων λόγω των πολλαπλών διατυπώσεων, η μη εξασφάλιση της μυστικότητας, οι δαπάνες και η βραδύτητα ως προς τη σύνταξη. 

 

Η μυστική διαθήκη, αν και δεν χρησιμοποιείται συνήθως, συνδυάζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ιδιόγραφης και της δημόσιας διαθήκης. 

 

Στοιχεία απαραίτητα για το (τυπικό) κύρος της ιδιόγραφης διαθήκης είναι η «ιδιόχειρη» γραφή, η χρονολογία και η υπογραφή και δεν απαιτούνται νέες διατυπώσεις. Η ιδιόγραφη διαθήκη είναι ιδιωτικό έγγραφο, κατά συνέπεια τη συνδρομή των στοιχείων αυτών αποδεικνύει αυτός που επικαλείται τη διαθήκη. Η ιδιόγραφη διαθήκη πρέπει ολόκληρη να γραφεί από το χέρι του διαθέτη (και μπορεί να κατατεθεί σε συμβολαιογράφο, αυτοπροσώπως από το διαθέτη ή με αντιπρόσωπο). Δεν αποτελεί ιδιόχειρη γραφή η γραφή με μηχανικό μέσο, ενώ συνακόλουθο του ιδιοχείρου της γραφής είναι το ότι δεν μπορεί να συντάξει διαθήκη όποιος δεν μπορεί να γράφει. Με την καθιέρωση της ιδιόχειρης γραφής επιδιώκεται η μεγαλύτερη διασφάλιση του διαθέτη από εξωτερικές επιρροές, η μεγαλύτερη διασφάλιση της μυστικότητας της διαθήκης καθώς και η διασφάλιση της δυνατότητας ελέγχου της γνησιότητας της διαθήκης. Η ορθή γνώμη δέχεται πως η μη ιδιόχειρη γραφή δεν ισχύει σαν μέρος της διαθήκης (είναι άκυρη), το κύρος όμως της ιδιόχειρα γραμμένης διαθήκης θα κριθεί σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 181 ΑΚ. Χρονολογία είναι η ένδειξη της ημέρας, του μήνα, και του έτους συντάξεως της διαθήκης και πρέπει να γραφεί από τον ίδιο το διαθέτη αριθμητικώς ή ολογράφως, ή αριθμητικώς και ολογράφως. Η χρονολόγηση της διαθήκης είναι πολύ σημαντική διότι από το χρόνο καταρτίσεως της διαθήκης κρίνεται αν ο διαθέτης ήταν ικανός ή ανίκανος να συντάξει διαθήκη. Σε περίπτωση δε που υπάρχουν αντιφατικές διατάξεις στη διαθήκη, επικρατεί η διάταξη με τη νεότερη χρονολογία. Ατελής χρονολογία υπάρχει όταν λείπουν ένα ή περισσότερα στοιχεία της χρονολογίας, όμως κατά την ορθότερη γνώμη, η ατελής χρονολογία αυτή καθαυτή σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαθήκης. Η ανακριβής χρονολογία που φέρει μια διαθήκη δεν θίγει το κύρος της διαθήκης, όμως η αποκατάσταση της πραγματικής χρονολογίας σε συνδυασμό με άλλα περιστατικά μπορεί να οδηγήσει σε αποδοχή της ακυρότητας της διαθήκης. Αν ο διαθέτης κατά λάθος έγραψε ημερομηνία ανύπαρκτη και η αποκατάσταση της πραγματικής χρονολογίας είναι δυνατή, το κύρος της διαθήκης δεν θίγεται, ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η διαθήκη είναι άκυρη. Αν λείπει η χρονολογία (ή είναι ατελής) και δεν μπορεί να συμπληρωθεί, η διαθήκη είναι άκυρη. Γίνεται γενικά δεκτό, πως η περιεχόμενη στη διαθήκη χρονολογία είναι «βεβαία», υπέρ αυτής δηλαδή υπάρχει (μαχητό, δεκτικό ανταποδείξεως) τεκμήριο ότι είναι η πραγματική χρονολογία συντάξεως της διαθήκης. Και η ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να κηρυχθεί «κυρία». Κατά κανόνα η υπογραφή περιλαμβάνει το κύριο όνομα, το πατρώνυμο και το επώνυμο. Γενικότερα η υπογραφή πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 1721 παρ. 1 εδ. α΄ ΑΚ, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα του διαθέτη. Με την υπογραφή, η οποία πρέπει να γραφεί με το χέρι του διαθέτη (συνήθως στο τέλος κάτω από το κείμενο) εξασφαλίζεται ο έλεγχος της ταυτότητας του διαθέτη και του οριστικού χαρακτήρα των διατάξεων της βουλήσεώς του. Κείμενο που δεν καλύπτεται από την υπογραφή δεν έχει κύρος διαθήκης. Οι διατάξεις όμως που καλύπτονται από την υπογραφή ισχύουν και η ακυρότητά τους κρίνεται κατά το άρθρο 181 ΑΚ. Αν λείπει η υπογραφή του διαθέτη, το έγγραφο δεν έχει τα στοιχεία της διαθήκης και δεν αποτελεί διαθήκη.


Δημόσια διαθήκη έχουμε όταν ο διαθέτης δηλώνει την τελευταία του βούληση «ενώπιον του (κατά τόπο αρμόδιου) συμβολαιογράφου ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας (ΑΚ 1724) και ο συμβολαιογράφος συντάσσει το σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1725 - 1737 ΑΚ. Δημόσια διαθήκη μπορεί να γίνει και στο εξωτερικό, σε Έλληνα πρόξενο (προξενική διαθήκη). «Συμπράττοντα στη διαθήκη πρόσωπα» είναι ο συμβολαιογράφος και οι μάρτυρες. Σύμπραξη ανίκανων προσώπων συνεπάγεται συνήθως ακυρότητα. Οι μάρτυρες πρέπει να είναι γνωστοί στο συμβολαιογράφο και επειδή ελέγχουν τη σύνταξη της διαθήκης ονομάζονται και «ελέγχοντα πρόσωπα». Κατά την ορθότερη γνώμη, η πλαστοπροσωπία μάρτυρα συνεπάγεται ακυρότητα της διαθήκης μόνο όταν με την πλαστοπροσωπία καλύπτεται περίπτωση ανικανότητας του μάρτυρα. Ο δεύτερος συμβολαιογράφος, που επέχει θέση μάρτυρα, δεν απαιτείται να είναι κατά τόπο αρμόδιος. Ο διαθέτης πρέπει να έχει ικανότητα συντάξεως δημόσιας διαθήκης και να είναι γνωστός στο συμβολαιογράφο που συντάσσει τη διαθήκη ή στο δεύτερο συμβολαιογράφο – μάρτυρα. Αν ο διαθέτης είναι άγνωστος, οι μάρτυρες πρέπει να βεβαιώσουν την ταυτότητά του. Για να υπάρξει ακυρότητα της διαθήκης θα πρέπει να αποδειχθεί πλαστοπροσωπία ως προς το διαθέτη. Η διαδικασία συντάξεως της δημόσιας διαθήκης περιλαμβάνει όρκιση των μαρτύρων, δήλωση της θελήσεως του διαθέτη (στην ελληνική γλώσσα), σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξης (από κατά τόπον αρμόδιο συμβολαιογράφο), ανάγνωση της πράξεως και υπογραφή της πράξεως. Η παράβαση της διατάξεως 1731 ΑΚ, σχετικά με την όρκιση των μαρτύρων, δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης. Η δήλωση θελήσεως του διαθέτη πρέπει να γίνει προφορικά (κατά συνέπεια, όσοι δεν μπορούν να μιλήσουν είναι ανίκανοι να συντάξουν δημόσια διαθήκη). Επίσης η δήλωση είναι απαραίτητο να γίνει με μορφή μονολόγου (μπορεί να γίνει και με ερωταποκρίσεις μεταξύ συμβολαιογράφου ή μαρτύρων και διαθέτη, χωρίς όμως με τη μέθοδο αυτή να επηρεάζεται ο διαθέτης). Η συμβολαιογραφική πράξη συντάσσεται στην ελληνική γλώσσα, (η ξενόγλωσση δημόσια διαθήκη είναι άκυρη), υπό την ευθύνη του συμβολαιογράφου ( μπορεί όμως να γραφεί και από μάρτυρα ή από το διαθέτη. Όσον αφορά στο περιεχόμενο της πράξεως, δεν απαιτείται ρητή μνεία της χρονολογίας, αλλά αρκεί να είναι δυνατό από τη διαθήκη ή από το συνδυασμό του κειμένου της με άλλα εξωτερικά αναμφισβήτητα στοιχεία  να εξακριβωθεί η χρονολογία. Αυτό έχει σημασία στις περιπτώσεις της ατελούς χρονολογίας. Αμφισβητείται αν η ανακρίβεια της χρονολογίας συνεπάγεται ακυρότητα της διαθήκης. Κατά την κρατούσα γνώμη, ναι. Κατά άλλη γνώμη, ορθότερη είναι η αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 1721 παρ. 3. Αν η σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξεως γίνεται τμηματικά, πρέπει κάθε φορά να αναγράφεται η χρονολογία της συνεχίσεως της συντάξεως. Ο ΑΚ δεν απαιτεί ενότητα πράξεως (unitas actus) της διαθήκης, κατά συνέπεια είναι δυνατό η σύνταξη της διαθήκης να διακοπεί και να συνεχιστεί σε άλλο τόπο και χρόνο (που πρέπει όμως να μνημονεύονται στην πράξη), όμως η τμηματική σύνταξη της διαθήκης πρέπει να γίνεται με παρουσία κάθε φορά των ίδιων προσώπων. Σύμφωνα με το άρθρο 1730 παρ. 2 ΑΚ, τα συμπράττοντα πρόσωπα (δηλαδή ο συμβολαιογράφος και οι μάρτυρες) «πρέπει να είναι παρόντα σε όλη τη διάρκεια της πράξεως», όμως ο διαθέτης (και ο διερμηνέας), που δεν είναι συμπράττοντα πρόσωπα, πρέπει (και αρκεί) να είναι παρίστανται κατά τα χρονικά εκείνα σημεία καταρτίσεως της διαθήκης, τα οποία συνδέονται με κάποια ενέργειά τους. Κατά τη σύνταξη της διαθήκης απαγορεύεται η παρουσία άλλων προσώπων, εκτός από το διαθέτη, το συμβολαιογράφο, τους μάρτυρες, και το διερμηνέα. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο είναι συστατικός τύπος της δημόσιας διαθήκης. Μη τήρηση τους συστατικού τύπου (ή των διατυπώσεων που συνδέονται με αυτόν) συνεπάγεται ακυρότητα της δημόσιας διαθήκης. Αφού συνταχθεί η συμβολαιογραφική πράξη πρέπει να διαβαστεί στο διαθέτη «εις επήκοον» όλων των άλλων προσώπων (όχι ξεχωριστά στο καθένα) που συμπράττουν στη σύνταξη της διαθήκης. Αν μια διάταξη δεν αναγνωσθεί είναι άκυρη (μόνο αυτή). Σύμφωνα με το άρθρο 1733 παρ. 2 εδ α΄ ΑΚ, η συμβολαιογραφική πράξη υπογράφεται από το διαθέτη, το συμβολαιογράφο, τους μάρτυρες και το διερμηνέα. Η θέση της υπογραφής είναι στο τέλος της πράξεως, ενώ οι πολύφυλλες πράξεις πρέπει να υπογράφονται και στο τέλος κάθε φύλλου (ή και σε οποιοδήποτε σημείο κάθε φύλλου κατά την κρατούσα γνώμη). Η έλλειψη υπογραφής ενός φύλλου συνεπάγεται ακυρότητα μόνο των διατάξεων που περιέχονται στο φύλλο αυτό. Η υπογραφή μπορεί να είναι σε οποιαδήποτε γλώσσα. Πρόσθετες διατυπώσεις (πέρα από τις κοινές) σε κάθε δημόσια διαθήκη, ο ΑΚ προβλέπει  στις περιπτώσεις που ο διαθέτης είναι κωφός και που ο διαθέτης αγνοεί την ελληνική γλώσσα. (Ο κωφάλαλος δεν μπορεί να συντάξει δημόσια διαθήκη). Η δημόσια διαθήκη, ως συμβολαιογραφικό έγγραφο αποτελεί δημόσιο έγγραφο και τίτλο εκτελεστό. 

Μυστική διαθήκη έχουμε, όταν ο διαθέτης εγχειρίζει στο συμβολαιογράφο  έγγραφο με τη δήλωση ότι το εγχειριζόμενο έγγραφο περιέχει την τελευταία του βούληση και ο συμβολαιογράφος συντάσσει συμβολαιογραφική πράξη που βεβαιώνει την εγχείρηση του εγγράφου. Για τη μυστική διαθήκη χρειάζονται δύο έγγραφα, και συγκεκριμένα το έγγραφο που εγχειρίζεται στο συμβολαιογράφο («εγχειριζόμενο έγγραφο») και το έγγραφο που συντάσσει ο συμβολαιογράφος («συμβολαιογραφική πράξη καταθέσεως ή εγχειρίσεως»). Η μυστική διαθήκη πρέπει να διακρίνεται από την ιδιόγραφη που κατατίθεται σε συμβολαιογράφο, διότι η μυστική διαθήκη φυλάσσεται κατά τις κοινές διατάξεις για την κατάθεση εγγράφων. Για τη σύνταξη της μυστικής διαθήκης χρειάζονται, εκτός από το διαθέτη, ο συμβολαιογράφος, οι μάρτυρες και (στην περίπτωση που ο διαθέτης αγνοεί την ελληνική γλώσσα) ο διερμηνέας. Η σύνταξη της μυστικής διαθήκης περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια: (α) σύνταξη του εγχειριζόμενου εγγράφου, (β) εγχείριση του εγγράφου στο συμβολαιογράφο, (γ) σφράγιση του εγγράφου, (δ) σημείωση πάνω στο εγχειριζόμενο έγγραφο (δηλαδή σημείωση του ονόματος, της χρονολογίας και της υπογραφής, η οποία αποτελεί αυτοτελή συμβολαιογραφική πράξη), (ε) σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξεως περί της μυστικής διαθήκης. Συμβολαιογραφική πράξη και προσαρτημένο έγγραφο αποτελούν τη μυστική διαθήκη. Στο εγχειριζόμενο έγγραφο περιέχεται η τελευταία βούληση του διαθέτη. Το εγχειριζόμενο έγγραφο μπορεί να έχει γραφεί από το διαθέτη ή από άλλο (ακόμη και τετμημένο), με το χέρι ή με μηχανικό μέσο. Αν έχει γραφεί από τον ίδιο το διαθέτη (με το χέρι του), έχουμε ιδιόγραφη μυστική διαθήκη. Στις άλλες περιπτώσεις έχουμε αλλόγραφη μυστική διαθήκη. Η χρησιμοποιούμενη γλώσσα μπορεί να είναι οποιαδήποτε. Στο έγγραφο δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται χρονολογία και τόπος συντάξεως. Το έγγραφο πρέπει να φέρει την υπογραφή του διαθέτη, η οποία μπαίνει στο τέλος του εγγράφου. Αν όμως η διαθήκη είναι αλλόγραφη (έστω και μερικά), πρέπει να υπάρχει υπογραφή του διαθέτη και «σε κάθε ημίφυλλο». Στην περίπτωση αυτή, η έλλειψη υπογραφής από κάποιο ημιφυλλο προκαλεί μερική ακυρότητα της διαθήκης κατά το ημίφυλλο αυτό. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1738 ΑΚ, ο διαθέτης αυτοπροσώπως εγχειρίζει στο συμβολαιογράφο το έγγραφο «ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας». Κατά την κρατούσα γνώμη, «εγχείριση» σημαίνει ολική παράδοση του εγγράφου. Κατά άλλη (ορθότερη) γνώμη, «εγχείριση» έχουμε σε κάθε περίπτωση που το έγγραφο περιέρχεται, με τη βούληση του διαθέτη, στα χέρια του συμβολαιογράφου κατά τρόπο αντιληπτό από τα συμπράττοντα πρόσωπα. Κατά την εγχείριση του εγγράφου, ο διαθέτης πρέπει να κάνει προφορική δήλωση, ότι στο εγχειριζόμενο έγγραφο περιέχεται η τελευταία του βούληση. Γίνεται δεκτό, πως είναι αδιάφορο αν ο διαθέτης γνωρίζει ή όχι το περιεχόμενο του εγγράφου. Με την έννοια «σφράγιση» του εγγράφου δεν εννοούμε την επίθεση σφραγίδας, αλλά το κλείσιμο του εγγράφου κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί «χωρίς ρήξη ή βλάβη του σφραγίσματος» (ζήτημα πραγματικό). Η σφράγιση δεν είναι απαραίτητο να γίνει από τον ίδιο το συμβολαιογράφο. Η παράλειψη της σφραγίσεως συνεπάγεται ακυρότητα της διαθήκης. Μόνη η ρήξη ή βλάβη του σφραγίσματος δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαθήκης. Αν όμως αποδειχθεί ότι με τη ρήξη του σφραγίσματος έγινε και υποβολή εγγράφου (αποδεικνύει ο αμφισβητών το κύρος της διαθήκης), η διαθήκη είναι άκυρη. Κατά το άρθρο 1742 παρ. 1 εδ. α΄ ΑΚ, η σημείωση γίνεται από το συμβολαιογράφο. Υποστηρίζεται ότι η σημείωση μπορεί να γίνει και από το διαθέτη. Κατά την πράξη της σημειώσεως μπορεί να παρίστανται και τρίτοι. Κατά μία γνώμη, η χρονολογία της σημειώσεως αποτελεί και τη χρονολογία της μυστικής διαθήκης. Παράλειψη της σημειώσεως (κάτω από την οποία βάζουν την υπογραφή τους ο διαθέτης, ο συμβολαιογράφος και οι μάρτυρες) συνεπάγεται ακυρότητα της διαθήκης. Η συμβολαιογραφική πράξη περί της μυστικής διαθήκης είναι περίπου όμοια με τη συμβολαιογραφική πράξη της δημόσιας διαθήκης (χωρίς, βέβαια, να περιέχει τη δήλωση τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη). Κατά μία γνώμη, η χρονολογία της πράξεως αποτελεί και τη χρονολογία της μυστικής διαθήκης. Η μυστική διαθήκη αποτελείται από το σφραγισμένο εγχειριζόμενο έγγραφο, τη σημείωση πάνω σε αυτό και τη συμβολαιογραφική πράξη του άρθρου 1743 ΑΚ.

Η ιδιόγραφη διαθήκη είναι ιδιωτικό έγγραφο. Αυτός που επικαλείται τη διαθήκη φέρει το βάρος απόδειξης της γνησιότητας όλων των στοιχείων της (κειμένου, χρονολογίας, υπογραφής). Η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως «κυρίας», δηλαδή γνήσιας, ρυθμίζεται από το άρθρο 1776 ΑΚ και το άρθρο 808 παρ. 3 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ο αιτών τη δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης, καθώς και όποιος έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να κηρύξει την ιδιόγραφη διαθήκη «κυρία», δηλαδή γνήσια. Το δικαστήριο, εφόσον πιθανολογεί τη γνησιότητα της γραφής και υπογραφής του διαθέτη, κηρύσσει την ιδιόγραφη διαθήκη «κυρία». Συνέπεια της κηρύξεως της ιδιόγραφης διαθήκης ως «κυρίας» είναι ότι αυτή «τεκμαίρεται γνήσια, αν επί πέντε χρόνια από τη δημοσίευσή της δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά της, σε δίκη ανάμεσα σε κάποιον από αυτούς που αντλούν δικαιώματα απ’ αυτήν και κάποιον από αυτούς που βλάπτονται από την ύπαρξή τους». Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό υπέρ του επικαλούμενου την ιδιόγραφη διαθήκη. Όποιος αμφισβητεί τη γνησιότητα της ιδιόγραφης διαθήκης φέρει το βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών του. 

 

Η δημόσια διαθήκη έχει την αποδεικτική δύναμη δημόσιου εγγράφου. Το βάρος αποδείξεως ότι τηρήθηκαν οι αποδείξεις που απαιτούνται για το κύρος της, φέρει ο επικαλούμενος τη διαθήκη. Η δημόσια διαθήκη ως συμβολαιογραφικό έγγραφο αποτελεί τίτλο εκτελεστό. 

 

Όσον αφορά στη μυστική διαθήκη, η σημείωση και η συμβολαιογραφική πράξη έχουν χαρακτήρα και αποδεικτική δύναμη δημόσιου εγγράφου. Αμφισβητείται ο χαρακτήρας και η αποδεικτική δύναμη του εγχειριζόμενου εγγράφου. Κατά μία γνώμη, είναι ιδιωτικό έγγραφο και έχει την αποδεικτική δύναμη ιδιωτικού εγγράφου. Κατά την κρατούσα γνώμη όμως, το εγχειριζόμενο έγγραφο γίνεται τμήμα δημόσιου εγγράφου και έχει την αποδεικτική δύναμη δημόσιου εγγράφου. 

Λέγοντας δημοσίευση της διαθήκης, εννοούμε την επίσημη γνωστοποίηση του περιεχομένου της διαθήκης από το αρμόδιο δικαστήριο (ή την αρμόδια προξενική αρχή). Η δημοσίευση δεν είναι συστατικό στοιχείο του τύπου της διαθήκης. Παράλειψη της δημοσιεύσεως δεν θίγει το κύρος της διαθήκης. Για να γίνει δημοσίευση της διαθήκης πρέπει να έχει πεθάνει ο διαθέτης ή να έχει κηρυχθεί άφαντος. Η δημοσίευση της διαθήκης έχει μεγάλη πρακτική σημασία. Μ’ αυτήν γίνεται γνωστό όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και η ύπαρξη διαθήκης. Οι διατάξεις οι σχετικές με τη δημοσίευση είναι δημόσιας τάξεως (ούτε ο ίδιος ο διαθέτης μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή τους). Σε δημοσίευση υπόκεινται όλες οι διαθήκες, έστω και άκυρες ή ανακληθείσες. Κατά την κρατούσα γνώμη, σε δημοσίευση υπόκειται και η κατά το άρθρο 1763 παρ. 2 δήλωση ανακλήσεως. Αμφισβητείται αν είναι δυνατή η δημοσίευση ιδιόγραφης διαθήκης, όταν δεν είναι δυνατή η εμφάνιση του πρωτοτύπου της λόγω συντάξεώς της σε ασυνήθη τόπο. Κατά μία γνώμη, η δημοσίευση είναι δυνατή (δημοσιεύεται αντίγραφο ή φωτογραφική απεικόνιση κλπ της διαθήκης, η ακρίβεια των οποίων βεβαιώνεται κατά το άρθρο 449 ΚΠολΔ. Κατά άλλη γνώμη, η δημοσίευση είναι αδύνατη (δυνατή είναι μόνο η βεβαίωση της καταρτίσεως και του περιεχομένου της διαθήκης με αναγνωριστική απόφαση). Υποχρέωση να εμφανίσουν τη διαθήκη στο δικαστήριο έχουν αυτοί που έχουν τη διαθήκη στην εξουσία τους. Ειδικότερα: (α) τη δημόσια, τη μυστική και την έκτακτη διαθήκη έχει υποχρέωση να εμφανίσει στο δικαστήριο ο συμβολαιογράφος, στο αρχείο του οποίου υπάρχει η διαθήκη, (β) την ιδιόγραφη διαθήκη έχει υποχρέωση να εμφανίσει στο δικαστήριο αυτός που την έχει στα χέρια του. Αν ο υποχρεωμένος να εμφανίσει τη διαθήκη καθυστερήσει ή παραλείψει ή αρνηθεί την εμφάνιση, έχει αστική και ποινική ευθύνη.

 

Αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο πρέπει να γίνει η παράδοση της διαθήκης είναι στην περίπτωση της δημόσιας, της μυστικής και της έκτακτης διαθήκης το μονομελές πρωτοδικείο (ή το ειρηνοδικείο) της έδρας του συμβολαιογράφου  και στην περίπτωση της ιδιόγραφης διαθήκης οποιοδήποτε μονομελές πρωτοδικείο της χώρας ή (αν ο κάτοχος της διαθήκης διαμένει στο εξωτερικό) ελληνική προξενική αρχή. Η διαδικασία της δημοσίευσης περιγράφεται με λεπτομέρειες στον ΑΚ και τον ΚΠολΔ: Διαβάζεται η διαθήκη και συντάσσεται πρακτικό της δημοσιεύσεως, όπου καταχωρίζεται ολόκληρο το κείμενο της διαθήκης. Ιδιαίτερη πρακτική σημασία έχει το βιβλίο δημοσιευμένων διαθηκών, το οποίο τηρείται σε κάθε μονομελές πρωτοδικείο  και προξενική αρχή. Στο πρωτοδικείο Αθηνών μάλιστα τηρείται βιβλίο με τις διαθήκες που δημοσιεύτηκαν σε όλα τα μονομελή πρωτοδικεία και τις προξενικές αρχές της χώρας. Από το βιβλίο αυτό μπορούμε εύκολα να μάθουμε αν δημοσιεύτηκε διαθήκη και ποιο είναι το περιεχόμενό της. 

 

Η διαθήκη ανακαλείται είτε με σχετική δήλωση σε μεταγενέστερη διαθήκη είτε με δήλωση που γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων και με τις λοιπές διατυπώσεις των συμβολαιογραφικών εγγράφων. 

Η ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να ανακληθεί αν ο διαθέτης επιχειρήσει μεταβολές στο περιεχόμενό της ή καταστρέψει το έγγραφό της. Θα πρέπει όμως να έχει πρόθεση ανάκλησης και να εκφράζει με τους ανωτέρω τρόπους τη βούλησή του για ανάκληση έγγραφης δήλωσης. 

Η μυστική διαθήκη ανακαλείται αν ο διαθέτης αναλάβει έγγραφο που περιέχει την τελευταία βούλησή του και που είχε εγχειριστεί στο συμβολαιογράφο και σφραγιστεί. Ο διαθέτης μπορεί να ενεργήσει οποτεδήποτε την ανάληψη.

 

Η απόδοση του εγγράφου μπορεί να γίνει μόνο προσωπικά στο διαθέτη. Για την απόδοση συντάσσεται πράξη κατά τις κοινές διατάξεις, κάτω από την πράξη της κατάρτισης της μυστικής διαθήκης. 

Ιδιόγραφη διαθήκη που έχει κατατεθεί στο συμβολαιογράφο για φύλαξη μπορεί να αναληφθεί με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 1766 ΑΚ (όπως και η μυστική διαθήκη). Η ανάληψη όμως δεν θεωρείται ανάκλησή της.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Θωμάς

& Συνεργάτες

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ

bottom of page